- αναρρίπιση
- ητο να αναρριπίζει κανείς κάτι (βλ. αναρριπίζω).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναρρίπιση — η αναθέρμανση, αναζωπύρηση … Dictionary of Greek
ανάφλεξη — η (Α ἀνάφλεξις) [αναφλέγω] 1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας 2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους 3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ … Dictionary of Greek
αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη … Dictionary of Greek